|
Άρθρο Δημήτρη Περπατάρη στο Powergame.gr |
Α. Οι διατάξεις του θεσμικού πλαισίου που αφορούν την ετήσια άδεια των εργαζομένων είναι δημοσίας τάξης, με συνέπεια να μην επιτρέπεται και να είναι άκυρη κάθε αντίθετη ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, καθώς και η παραίτηση του εργαζομένου από τις σχετικές αξιώσεις.
Επίσης κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας, απαγορεύεται η απόλυση του εργαζομένου.
Β. Χρόνος χορήγησης της ετήσια άδειας
Η ετήσια άδεια του εργαζομένου χορηγείται σε συνεννόηση με τον εργοδότη ως προς το χρόνο χορήγησής της και, σε κάθε περίπτωση, εντός διμήνου από την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον εργαζόμενο.
Οι μισοί τουλάχιστον εργαζόμενοι μίας επιχείρησης πρέπει να πάρουν την άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου.
Οι εργοδότες οι οποίοι απασχολούν εργαζόμενους που προστατεύουν παιδιά έως 16 ετών (φυσικά ή υιοθετημένα) και παιδιά άνω των 16 ετών με αναπηρία, υποχρεούνται κατά τον προγραμματισμό του χρόνου χορήγησης των ετήσιων αδειών απουσίας του προσωπικού τους να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των εργαζομένων αυτών.
Οι εργοδότες υποχρεούνται να χορηγήσουν την ετήσια άδεια που δικαιούνται οι εργαζόμενοι, πριν από τη λήξη του ημερολογιακού έτους στο οποίο αφορά.
Γ. Διάρκεια ετήσιας άδειας
Η χορήγηση της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων υπολογίζεται με βάση το ημερολογιακό έτος.
Ο εργαζόμενος δικαιούται αναλογία χρόνου ετήσιας άδειας από την έναρξη της απασχόλησής του, σύμφωνα με το εβδομαδιαίο σύστημα εργασίας του (πενθήμερο ή εξαήμερο), χωρίς να απαιτείται να συμπληρώσει συγκεκριμένο διάστημα προϋπηρεσίας στον εργοδότη του. Συγκεκριμένα, κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος που προσελήφθη ο εργαζόμενος, ο εργοδότης υποχρεούται να του χορηγήσει, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου, αναλογία των ημερών αδείας που δικαιούται, σύμφωνα με τους μήνες απασχόλησής του. Κάθε εργαζόμενος με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, δικαιούται από την έναρξη της εργασίας του μέχρι τη συμπλήρωση δωδεκαμήνου να λάβει το ποσοστό της αδείας του. Η αναλογία αυτή υπολογίζεται στη βάση των 20 εργάσιμων ημερών ετήσιας άδειας για όσους εργάζονται πενθήμερο και των 24 εργάσιμων ημερών για όσους εργάζονται εξαήμερο.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, αφού ο εργαζόμενος συμπληρώσει δωδεκάμηνη εργασία, δικαιούται άδεια 21 ημερών (πενθήμερη εργασία) και 25 ημερών (εξαήμερη εργασία).
Για το τρίτο και τα επόμενα εργασιακά έτη, ο εργαζόμενος δικαιούται από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους την κανονική ετήσια άδειά του με αποδοχές, δηλαδή 22 ημέρες (πενθήμερη εργασία) και 26 ημέρες (εξαήμερη εργασία).
Μετά τη συμπλήρωση 10 ετών εργασίας στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσίας 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη, ο εργαζόμενος δικαιούται άδεια 25 εργάσιμων ημερών (πενθήμερη εργασία) και 30 εργάσιμων ημερών (εξαήμερη εργασία).
Μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας σε οποιονδήποτε εργοδότη, οι εργαζόμενοι δικαιούνται μία επιπλέον ημέρα αδείας, δηλαδή 26 ημέρες (πενθήμερη εργασία) και 31 ημέρες (εξαήμερη εργασία).
Στις ημέρες της ετήσιας άδειας υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνονται οι Κυριακές, οι επίσημες αργίες, οι κατ’ έθιμον αργίες, οι ημέρες ασθένειας και οι ειδικές άδειες, που προβλέπονται από άλλες διατάξεις, εάν συμπέσουν με αυτήν (π.χ. άδεια γάμου, άδεια γέννησης τέκνου, άδεια μητρότητας).
Δ. Τρόπος χορήγησης της ετήσιας άδειας
Ο βασικός κανόνας είναι ότι η ετήσια άδεια χορηγείται συνεχόμενα και για το σύνολο των ημερών που δικαιούται ο εργαζόμενος ανάλογα με την προϋπηρεσία του.
Σε περίπτωση που ισχύουν ευνοϊκότεροι όροι (π.χ. από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, κανονισμό εργασίας, επιχειρησιακή συνήθεια ή έθιμο) ως προς την ετήσια άδεια των εργαζομένων και το επίδομα αδείας, αυτοί υπερισχύουν.
Όλα τα στοιχεία που αφορούν τη χορήγηση της ετήσιας άδειας των εργαζομένων καταχωρίζονται υποχρεωτικά από τον εργοδότη στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ», μέσω της υποβολής του εντύπου Ε11 (γνωστοποίηση στοιχείων ετήσιας κανονικής άδειας).
Στο έντυπο Ε11 καταχωρίζονται τον Ιανουάριο κάθε έτους τα στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος και έχουν καταχωρισθεί στο ειδικό βιβλίο αδειών.
Ε. Κατάτμηση άδειας
Επιτρέπεται, κατ` εξαίρεση, η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους σε δύο περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι εργάσιμων ημερών σε εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία και των πέντε εργάσιμων ημερών σε πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία ή των 12 εργάσιμων ημερών, εφόσον αφορά ανηλίκους που εργάζονται νόμιμα.
Μετά από έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, η κατάτμηση του χρόνου αδείας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδους, από τις οποίες η μία πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 εργάσιμες ημέρες σε εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία και 10 εργάσιμες ημέρες σε πενθήμερη ή 12 εργάσιμες ημέρες, εφόσον αφορά ανηλίκους που εργάζονται νόμιμα.
Ειδικά, σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό και εποχικό προσωπικό και παρουσιάζουν ιδιαίτερη σώρευση εργασίας που οφείλεται στο είδος ή στο αντικείμενο εργασιών τους, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, για το τακτικό προσωπικό, ο εργοδότης δύναται να χορηγεί το τμήμα της αδείας των 10 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου ή 12 επί εξαημέρου, οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους.
Επισημαίνεται ότι η αίτηση αυτή του εργαζομένου, καθώς και η απόφαση του εργοδότη, αν και δεν απαιτούν πλέον έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), διατηρούνται στην επιχείρηση επί πέντε έτη και οφείλουν να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας.
ΣΤ. Αποδοχές αδείας και χρόνος καταβολής
– Το επίδομα αδείας κατοχυρώθηκε περαιτέρω με το άρθρο 2 της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ του 2010, το οποίο αναφέρει τα εξής:
«Ο μισθωτός που θεμελιώνει δικαίωμα κανονικής άδειας αναψυχής, αυτούσιας ή σε χρήμα, δικαιούται να λάβει και το επίδομα άδειας, το οποίο αποτελεί τακτικές αποδοχές του, υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο που υπολογίζονται και οι αποδοχές αδείας και υπόκειται στους ίδιους κανόνες με αυτές. Το επίδομα άδειας ισούται με το σύνολο των πράγματι καταβαλλόμενων τακτικών συνήθων αποδοχών της άδειας, με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές 15 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά ή και με άλλον τρόπο.
Το αντίστοιχο επίδομα άδειας προκαταβάλλεται κατά τη λήψη της άδειας αναψυχής ή τμήματος αυτής μαζί με τις αποδοχές αδείας.
Γενικές ή ειδικές διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων, συλλογικών συμβάσεων εργασίας, διαιτητικών αποφάσεων, κανονισμών εργασίας και λοιπών κανονιστικών πράξεων, που καθορίζουν ευνοϊκότερους τρόπους υπολογισμού, καταβολής και γενικά παροχής του επιδόματος άδειας, υπερισχύουν και διατηρούνται σε ισχύ.
Το άρθρο 6 της ΕΓΣΣΕ 1997 για τη χορήγηση του επιδόματος άδειας σε περίπτωση πρόωρης λύσης της σχέσης εργασίας εξακολουθεί να ισχύει, διαγραφομένων των λέξεων «πριν ο μισθωτός συμπληρώσει παρά τω αυτώ εργοδότη δωδεκάμηνον συνεχή απασχόλησιν», λόγω της μεταγενέστερης τροποποίησης των προϋποθέσεων για τη λήψη άδειας.
– Στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν χορηγεί την άδεια που αιτήθηκε ο εργαζόμενος, έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, οφείλει να καταβάλει τις αποδοχές του οφειλόμενου χρόνου αδείας με προσαύξηση 100%, συν το επίδομα αδείας.
Στις περιπτώσεις αυτές, ο χρόνος κατά τον οποίο ο εργαζόμενος τελούσε σε αναστολή της σύμβασής του, θα πρέπει να προσμετράται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον υπολογισμό των ανωτέρω χρόνων προϋπηρεσίας, προκειμένου ο εργαζόμενος να θεμελιώνει δικαίωμα λήψης των επιπλέον αυτών ημερών άδειας αναψυχής, όπως άλλωστε θα συνέβαινε, αν είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα.
Παρατηρούμε επίσης ότι, πολλοί εργαζόμενοι γονείς, λόγω λήψης άδειας ειδικού σκοπού, ενδεχομένως να έχουν καταναλώσει το σύνολο των ημερών άδειας αναψυχής που δικαιούνται. Υπενθυμίζεται ότι, προϋπόθεση για τη λήψη άδειας ειδικού σκοπού, είναι η χρήση μίας ημέρας κανονικής άδειας, για κάθε τρεις ημέρες άδειας ειδικού σκοπού. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση εξάντλησης της κανονικής άδειας λόγω χρήσης άδειας ειδικούς σκοπού, προκύπτει αδυναμία του εργαζομένου αφενός να λάβει το δικαιούμενο για την ανάπαυσή του χρόνο, αφετέρου να ξανακάνει χρήση ενός εκ των μέτρων διευκόλυνσης για τους εργαζόμενους γονείς, δηλαδή της άδειας ειδικού σκοπού.
Ζ. Άδεια αναψυχής: Τι ισχύει για την αναστολή συμβάσεων και την άδεια ειδικού σκοπού
Στις περιπτώσεις αυτές, ο χρόνος κατά τον οποίο ο εργαζόμενος τελούσε σε αναστολή της σύμβασής του, θα πρέπει να προσμετράται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον υπολογισμό των ανωτέρω χρόνων προϋπηρεσίας, προκειμένου ο εργαζόμενος να θεμελιώνει δικαίωμα λήψης των επιπλέον αυτών ημερών άδειας αναψυχής, όπως άλλωστε θα συνέβαινε, αν είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα.
Παρατηρούμε επίσης ότι, πολλοί εργαζόμενοι γονείς, λόγω λήψης άδειας ειδικού σκοπού, ενδεχομένως να έχουν καταναλώσει το σύνολο των ημερών άδειας αναψυχής που δικαιούνται. Υπενθυμίζεται ότι, προϋπόθεση για τη λήψη άδειας ειδικού σκοπού, είναι η χρήση μίας ημέρας κανονικής άδειας, για κάθε τρεις ημέρες άδειας ειδικού σκοπού. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση εξάντλησης της κανονικής άδειας λόγω χρήσης άδειας ειδικούς σκοπού, προκύπτει αδυναμία του εργαζομένου αφενός να λάβει το δικαιούμενο για την ανάπαυσή του χρόνο, αφετέρου να ξανακάνει χρήση ενός εκ των μέτρων διευκόλυνσης για τους εργαζόμενους γονείς, δηλαδή της άδειας ειδικού σκοπού.